- συμφιλόσοφος
- ὁ, ΜΑ [φιλόσοφος]1. αυτός που φιλοσοφεί μαζί με κάποιον2. στον πληθ. οἱ συμφιλόσοφοιοι συμφιλοσοφούντες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμφιλοσοφώ — έω, ΜΑ [συμφιλόσοφος] ακολουθώ τον ίδιο τρόπο ζωής με άλλον αρχ. 1. φιλοσοφώ μαζί με άλλον 2. σπουδάζω φιλοσοφία μαζί με άλλον … Dictionary of Greek